- ὀβρικάλοισι
- ὄβριαneut dat pl (epic ionic aeolic)ὀβρίκαλαthe youngneut dat pl (epic ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οβρίκαλα — ὀβρίκαλα και ποιητ. τ. ὄβρια, τὰ (Α) νεογνά ζώων, ιδίως άγριων («λεόντων πάντων τ ἀγρονόμων φιλομάστοις θηρῶν ὀβρικάλοισι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. οβρίκαλα μαρτυρείται στον Αισχύλο στη δοτ. τού πληθ. ὀβρικάλοισι (και ὀβρίχοισι) … Dictionary of Greek